- υπονοώντας
- алудираjќи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… … Dictionary of Greek
Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek